- ἐρωτώτερος
- ἐρωτ-ώτερος X. Smp.4.62 : generally,A fond of a thing,
πρὸς χρυσίον Plu.Dem.25
; τὰ τοῦ σώματος -ικὰ πρὸς πλησμονὴν καὶ κένωσιν the cravings of the body, Pl.Smp.186c. Adv.-κῶς, περιαλγήσας Th.6.54
;ἐ. μεταχειρίζεσθαί τινα Lys.Fr.1.5
;ἐ. διατίθεσθαι Pl.Smp.207b
; ἐ. ἔχειν τοῦ Σωκράτους ib.222c ;τοῦ ποιεῖν τι X.Cyr.3.3.12
: [comp] Sup.-ώτατα, ἔχειν τοῦ ἔργου Id.Hier.1.21
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.